- δειδοικα
- δείδοικαэп. = δέδοικα
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δείδοικα — δείδω perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείδω — (Α) Ι. 1. φοβάμαι 2. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι («δέδια ἀμφὶ σαῑς τύχαις») 3. φοβάμαι μήπως συμβεί (ή μήπως έχει ήδη συμβεί) κάτι κακό (α. «δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε» φοβόμαστε μήπως δεν είσαστε σταθεροί θ. «δέδοιχ ὅπως μὴ... ἀναρρήξει κακά»… … Dictionary of Greek
du̯ei- — du̯ei English meaning: to fear Deutsche Übersetzung: “fũrchten” Material: Av. dvaēϑü “menace”; Arm. erknč̣ im “ I fear “, erkiuɫ “fear” (anlaut as in erku “two” : *du̯ōu Meillet MSL. 8, 235); Gk. Hom. δείδω “dread” (*δέ δFοι̯ α) … Proto-Indo-European etymological dictionary